- περιουργός
- περιουργός, ὁ, in pl.,A meddlers, contemptuously of the
θεουργοί 11
, Aug.Civ.D.10.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεουργοί 11
, Aug.Civ.D.10.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek